- αστυκτηνίατρος, ο
- αστυκτηνίατρος, ο, η κτηνίατρος που είναι υπάλληλος του κράτους ή του δήμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστυκτηνίατρος — ο, η κτηνίατρος με αρμοδιότητες που ανήκουν στη δικαιοδοσία της Αστυκτηνιατρικής* Υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κτηνίατρος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδόσεως 1833)] … Dictionary of Greek
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
αστυκτηνιατρικός — ή, ό ο σχετικός με την Αστυκτηνιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυκτηνίατρος. Ο τ. αστυκτηνιατρικός μαρτυρείται από το 1898 από τον Πωπ στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek